«ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ»
Παρουσίαση του βιβλίου του Franco Basaglia.
Γιώργος Αστρινάκης
Τον Basaglia τον γνώρισα σαν φοιτητής για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στ
ο Πανεπιστήμιο Statale του Μιλάνου , όταν ήρθε να καταγγείλει αυτούς που τον κατείγειλαν; Εργαζόταν στο Ψυχιατρείο της Γκορίτσια. Είχε εγκαταλείψει μετά 13 χρόνια πανεπιστημιακής καριέρας το Πανεπιστήμιο για να διευθύνει αυτό το Ψυχιατρείο.
Μιλούσε σε ένα ακροατήριο από φοιτητές, διανοούμενους , πανεπιστημιακούς, δασκάλους για τη δεινή θέση που βρισκόταν τότε η ψυχιατρική , για την τρέλλα, για την εμπλοκή του κοινωνικού με το ψυχιατρικό ζήτημα, για το ρόλο του ψυχίατρου , για τη φτώχεια, για την αρρώστια. Εντύπωση έκανε τότε το ενδιαφέρον και η συμμετοχή εκατοντάδων ατόμων που δεν είχαν καμία σχέση με την ψυχιατρική. Πράγμα που στην πορεία των λόγων του γινόταν κατανοητό γιατί οι αναφορές στην καθημερινότητα του καθένα ήταν ολοένα και πιο σαφείς. Ο ιδρυματισμός που υπήρχε στα Ψυχιατρεία ήταν απλά το ακραίο παράδειγμα, αφού ιδρυματικές διαδικασίες διέκρινε και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς όπως είναι η οικογένεια, το σχολείο, η εργασία , η φυλακή κλπ. ‘Ενας ιδρυματισμός που οδηγούσε στην αρρώστια του κοινωνικού σώματος, στην αλλοτρίωση, την υποταγή. Υποταγή στη δεδομένη τάξη πραγμάτων , στον καταμερισμό της εργασίας, στην παραγωγική διαδικασία του κέρδους, στην αλλοτριωτική εργασία, στον αυταρχισμό και την απόλυτη εξουσία πάνω στον εργαζόμενο.
Ο Basaglia λέει ότι μέσα σε αυτή τη λογική αναπτύχθηκε και η σύγχρονη ιατρική έχοντας ως μοντέλο το «νεκρό σώμα» από τις αίθουσες της ανατομο-παθολογίας, για να αντιμετωπίσει , να ερευνήσει το έμβυο όν , δηλαδή την ενιαία βιοψυχοκοινωνική οντότητα που είναι ο άνθρωπος, αποϊστορικοποιώντας ,κατακερματίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη , μέσω μιας επιστήμης που δηλώνει ουδέτερη και θεωρεί ότι άλλο είναι το σώμα, άλλο η αρρώστια και άλλο η ζωή.
‘Ηταν αναπόφευκτο αυτό το μοντέλο να μεταφερθεί και στην ψυχιατρική με δραματικά αποτελέσματα. Χιλιάδες ασθενείς κλείσθηκαν στα Ψυχιατρεία και αποκλείσθηκαν από το κοινωνικό σύνολο. Ο αποκλεισμός της ανθρώπινης ύπαρξης από την κοινωνία ήταν και η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η σύγχρονη ψυχιατρική, συρρικνώνοντας το άτομο μονομερώς σαν βιολογική οντότητα και μόνο, για να καταλήξει στο σύμπτωμα ως μόνο αξιόπιστο σημάδι, μιας μηχανιστικής λογικής όπου ότι είναι μετρήσιμο είναι και αντικειμενικό για την όποια νόσο, αγνοώντας συνειδητά τον ψυχισμό , την κοινωνική επιρροή και τις ανάγκες του ατόμου. Αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί και η ίδια η ψυχιατρική ερευνώντας στο βάθος και χάνοντας το προφανές. Απέναντι στη νόσο που συρρίκνωνε το άτομο με την έλλειψη επιλογών, δηλαδή ελευθερίας, απάντησε και η ψυχιατρική άλλο τόσο νοσηρά με έλλειψη ελευθερίας, έλλειψη επιλογών , υλικής φτώχειας αλλά και με την επιστημονική επικύρωση αυτής της επιλογής της.
Αυτή η κριτική αμφισβήτηση των θεμελίων της ιατρικής σε εμάς, φοιτητές τότε, μας έβαλε σε βαθιά περίσκεψη. Από τη μία μας διεύρυνε το πεδίο της οπτικής μας πέρα από αυτά που μας δίδασκαν στα αμφιθέατρα από την άλλη έβαζε σε κρίση αυτό που μαθαίναμε. ‘Ηταν η περίοδος μετά το Μάη του ’68 όπου όλα είχαν μπεί υπό αμφισβήτηση. ‘Ηταν αυτό το πολιτισμικό και πολιτικό κύμα που σάρωνε βεβαιότητες, δεδομένα και επιστημονικά κλισέ.
Ο Basaglia αναδείχθηκε ένας άτυπος, θα έλεγα, ηγέτης στο χώρο αυτού του κινήματος. Η φιλία του και η συνεργασία του με τον Jean Paul Sarte επιβεβαίωνε τα παραπάνω, όπως επίσης και οι σχέσεις που είχε αναπτύξει με τον R.Rang και με τον David Cooper. Αν και διαφωνούσε σε πολλά θέματα μαζί τους γιατί θεωρούσε ότι η θεραπευτική κοινότητα του Laing, παρόλη την αξία της κινδύνευε να εγκλωβιστεί στο σύστημα και να αποτελέσει και αυτή έναν άλλο θεσμό ενταγμένο στη δεδομένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας του.
Ο Basaglia θεωρούσε σημαντικό να εργάζεται κανείς μέσα στους θεσμούς, να τους αμφισβητεί, να αναδεικνύει τις αντιφάσεις τους και να τους ανατρέπει. Το να εργαστείς όμως με ένα καινούργιο τρόπο η αμφισβήτηση και η ανατροπή δεν αφορά μόνο το Ψυχιατρείο αλλά και τις λειτουργίες του, τους λειτουργούς, τους εργαζομένους, τον ψυχίατρο τον ίδιο, ο οποίος πρέπει να ξαναδεί το ρόλο του, να δεί ξανά την δάνεια εξουσία που του παρείχε το κράτος, αυτή την «εργολαβία» όπως λέει χαρακτηριστικά και να εμφανίσει μπροστά σε όλους όλο αυτό που εκπροσωπεί.
“Ας ομολογήσουμε τουλάχιστον μεταξύ μας, λέει, όλοι εμείς εδώ οι ειδικοί, ψυχίατροι, ψυχολόγοι, Κοινωνικοί Λειτουργοί κλπ. ότι οι γνώσεις είναι η εξουσία μας”. Μια εξουσία που ασκείται ολοκληρωτικά σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα.
“Σε έναν φυλακισμένο υπάρχουν όρια μέχρι που μπορείς να φτάσεις, σε έναν έγκλειστο ασθενή όχι, “ λέει χαρακτηριστικά. Η αντιμετώπιση της τρέλας μέχρι σήμερα δεν ήταν λάθος, ήταν παράλογη. Από την επίσημη θεσμοθέτηση της Ψυχιατρικής μέχρι σήμερα, δηλαδή από το 1838 εδώ και 170 χρόνια όταν η Γαλλία θέσπισε νόμο που καθόριζε τους τρόπους του ψυχιατρικού εγκλεισμού,- επειδή δεν υπήρχαν αντικειμενικά δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να συνδέσουν κάποια οργανική διαταραχή με τον ψυχικά πάσχοντα-όπως υπαγόρευε η ιατρική επιστήμη- η ψυχική διαταραχή συνδέθηκε άμεσα με τη διαταραχή της κοινωνικής συμπεριφοράς. Η κοινωνική συμπεριφορά, η αντικοινωνικότητα ήταν αίτια εισαγωγής στο Ψυχιατρείο οπότε οργανικό και κοινωνικό σώμα επιβεβαιώνονταν αμοιβαία.
Και με αυτόν τον τρόπο αντικειμενικοποιήθηκε ο ψυχικά πάσχων και η αρρώστια ταυτίστηκε με τη διαταραχή της συμπεριφοράς, έτσι ώστε ένας που πάσχει σωματικά όσο και ένας που πάσχει κοινωνικά όντας αντικείμενα, δεν μπορούν να εκφράσουν την υποκειμενικότητά τους. Αντίθετα μπαίνουν στο μικροσκόπιο της ιατρικής ή της κοινωνικής επιστήμης επειδή εκφράζουν μια κατάσταση «αντικειμενικής» νοσηρότητας. Ο τρελός φυλακίζεται σε ένα κατασκευασμένο και προκαθορισμένο τύπο ασθένειας που τον εμποδίζει να εκφράσει τον παραλογισμό του ή τις ανάγκες του, την ύπαρξή του την ίδια και αυτό επιτρέπει να εμφανίζει την ιατρική επιστήμη φαινομενικά ουδέτερη. “ Η τρέλα είναι μια συνθήκη του ανθρώπου. Το πρόβλημα είναι ότι η κοινωνία αν θέλει να θεωρείται πολιτισμένη θα πρέπει να αποδεχτεί τόσο την τρέλα όσο και τη λογική. Αντίθετα εξουσιοδοτεί μια επιστήμη, την Ψυχιατρική, για να μεταφράσει την τρέλα σε ασθένεια με σκοπό να την εξαφανίσει. Και εδώ βρίσκεται η σημασία της ύπαρξης του ασύλου: « Κάνει το παράλογο λογικό, δηλαδή ασθένεια”.
Η ανθρώπινη ύπαρξη , ο τρελός που είναι φυλακισμένος στην αρρώστια του, φυλακίζεται και στο άσυλο και από πάσχουσα ύπαρξη γίνεται αντικείμενο του ψυχιατρικού θεσμού.
‘Όταν ένα άτομο εισαχθεί στο Ψυχιατρείο αρχίζει η «αναμορφωτική διαδικασία» η οποία του δίνει να καταλάβει ότι καλύτερο είναι να προσαρμοστεί στους ιδρυματικούς κανόνες , παρά να εξεγερθεί , η όποια εξέγερση θα συμπεριληφθεί και αυτή στα συμπτώματα της ασθένειάς του.
Είναι γνωστές οι διατυπώσεις που συναντάμε στους κλινικούς φακέλους : «ήρεμος», «συνεργάσιμος», «φροντίζει τον εαυτό του», σε ένα περιβάλλον το οποίο ούτε ήρεμο, ούτε συνεργάσιμο, ούτε φροντισμένο είναι. Ενδεχομένως είναι εκφράσεις που θα ήθελαν να υποδηλώσουν τη βελτίωση της νόσου, όμως στην πραγματικότητα υποδηλώνουν την υποταγή και την ενσωμάτωση του ασθενούς στην ιδρυματική κοινωνία του ασύλου. ‘Ηδη ο ίδιος ο Bleuer, μέγας δάσκαλος της ψυχιατρικής δίδασκε ότι «ο σχιζοφρενής πρέπει να συνηθίσει το ίδρυμα». Δηλαδή ο ψυχικά πάσχων δεν είναι αποκαταστάσιμος.
Μη αποκαταστασιμότητα και επικινδυνότητα είναι δύο βασικές έννοιες της ψυχιατρικής που τη διατρέχουν απ’ άκρον είς άκρον τους δύο τελευταίους αιώνες μέχρι σήμερα.
΄Ηδη είχε διατυπωθεί από τον Spencer τον 19ο αιώνα στο βιβλίο του « Η εξέλιξη της ψυχολογίας» ότι «πολλά άτομα στην κοινωνία είναι βιολογικά ατελή και το μόνο που αξίζουν είναι ένας γρήγορος θάνατος». Είναι γνωστό επίσης ότι ο βασικός αρχιτέκτονας των Ναζί για τη φυλετική κάθαρση ήταν ο Ψυχίατρος Erns Rudin & Alfred Ploel, οι οποίοι και ίδρυσαν τη «Γερμανική Εταιρία για τη φυλετική υγιεινή». Στις αρχές του 1900 στις Η.Π.Α., Ιαπωνία, Σουδία, Δανία, Φιλανδία, Νορβηγία 164.500 άτομα υποχρεώθηκαν σε στείρωση , ανάμεσά τους εγκληματίες, χρήστες ουσιών, ψυχικά πάσχοντες, άτομα με νοητική υστέρηση, αναλφάβητοι και φτωχοί. Τη δεκαετία 1934-46 στη ναζιστική Γερμανία ο αριθμός έφθασε στους 350.000 ενώ θανατώθηκαν 70.000 ψυχικά πάσχοντες.
Πέραν αυτών που πέθαναν από την πείνα μέσα στα άσυλα που έφθαναν το 80% όπως άλλωστε συνέβη και στο «ΔΡΟΜΟΚΑΙΤΕΙΟ» την περίοδο του πολέμου. Τα παραπάνω βέβαια δεν αναφέρονται απλά σαν ιστορικά γεγονότα αλλά για να αναδειχθεί η συνύπαρξη και η αλληλοεμπλοκή των θεσμοθετημένων εξουσιών του Κράτους και της ψυχιατρικής. ‘Ένα άλλο στοιχείο που καταδεικνύει την κοινωνική εμπλοκή της Ψυχιατρικής είναι η αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντος με άλλες κατηγορίες αναξιοπαθούντων όπου η κοινωνική συνισταμένη τους είναι είτε η διαφορετικότητα είτε η φτώχεια είτε το γεγονός ότι βρίσκονται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας. Στην Αγγλία την περίοδο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης όντας αναγκαία η εργατική δύναμη, η ανάπτυξη των θεραπευτικών κοινοτήτων και μια διαφορετική αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντος, παρείχε εργατικά χέρια για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Για να παλινδρομήσει και πάλι σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Η γέννηση των ανθρωπιστικών επιστημών έδειχναν στην αρχή νέες προοπτικές στον αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου.Η ψυχιατρική, η ψυχολογία , η ψυχανάλυση θα μπορούσαν να προσφέρουν νέα εργαλεία αναζήτησης για να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Η κοινωνιολογία θα προσέφερε εργαλεία ανάλυσης και γνώσης των κοινωνικών φαινομένων και θα επέτρεπε το ξεπέρασμα των κοινωνικών αντιφάσεων. Η εγκληματολογία έλεγε ότι ήθελε να προστατέψει εκτός από την κοινωνία και τον εγκληματία από τις ανώμαλες τάσεις του. ‘Όμως χρησιμοποιήθηκαν διχαστικά, διαχωριστικά. Εισήλθαν και αυτές στη λογική του ταξικού διαχωρισμού σαν ένα ακόμη εργαλείο καταπίεσης από την εκάστοτε εξουσία. Αυτή η διαδικασία παρήγαγε μια σειρά από θεωρίες , ρεύματα, στοχασμούς και κώδικες διδάσκοντας στους ανθρώπους το νόημα της ζωής τους, τι είναι οι ίδιοι, ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ τους αγνοώντας τις βασικές ανάγκες. Τελικά αυτές οι επιστήμες είχαν σαν σκοπό να καθορίσουν τα όρια της κανονικότητας, να ελέγξουν μέσω του εγκλεισμού και της θεραπείας τις όποιες παρεκκλίσεις ΟΧΙ στη βάση των αναγκών του ανθρώπου στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες αυτών που παρεκλίνουν, αλλά σε απάντηση στις ανάγκες των οικονομικών νόμων, στις ανάγκες της ηγέτιδος ομάδας η οποία έτσι θα εξασφαλίσει τη δική της επιβίωση.
‘Ισως ποτέ άλλοτε όπως αυτή την ιστορική στιγμή δεν εμφανίζεται με τόσο ξεκάθαρο τρόπο ο ρόλος του επαγγελματία ειδικού στην κοινωνία μας. Φαίνεται να διαδραματίζει το ρόλο του διανοούμενου στην αυλή του αυτοκράτορα. Σαν συμβολικό σχήμα μπορεί να χρησιμεύσει για την κατανόηση, του πως χρησιμοποιείται ο ειδικός ως λειτουργός της κοινωνικής συναίνεσης για να περάσει στον κόσμο αυτό που θα μπορούσε να είναι αντίθετο με τα δικαιώματα του ανθρώπου. ‘Οπου δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν οι κοινωνικές αντιφάσεις και αντιδράσεις με τους δεδηλωμένους καταπιεστικούς μηχανισμούς, αστυνομία, στρατός , δικαστική εξουσία σε μια «σύγχρονη» δημοκρατία , χρησιμοποιούνται οι ειδικοί ως διαμεσολαβητές της δημιουργίας κοινωνικής συναίνεσης και από την άλλη για να επικυρώσουν και να νομιμοποιήσουν μέσω της «επιστημονικότητάς» τους την κοινωνική καταπίεση.
Δεν θα αναφερθούμε βέβαια ούτε σε αυτό που συνέβαινε σε δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής όπου γιατροί επέβλεπαν των βασανιστηρίων , ούτε στον εγκλεισμό πολιτικά διαφωνούντων σε ψυχιατρικά ιδρύματα σε άλλες χώρες. Ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας και της δύναμης της αντιπολίτευσης επιλέγονται είτε κατασταλτικοί μηχανισμοί είτε η διεύρυνση του αριθμού των λειτουργιών της συναίνεσης δηλαδή των ειδικών. Η βία και ο αποκλεισμός είναι η βάση στην οποία εδράζεται η σύγχρονη κοινωνία. Η κοινωνία διευρύνει την εργολαβία της εξουσίας της προς τους ειδικούς οι οποίοι θα τη διαχειριστούν εν ονόματί της και θα συνεχίσουν να δημιουργούν μέσω νέων εργαλείων βίας νέους αποκλεισμένους και αυτή είναι η βία των ειδικών λέει ο Basaglia.
Εδώ ακριβώς είναι που τίθεται το ζήτημα της αναζήτησης μιας νέας ταυτότητας του ειδικού , του Ψυχιάτρου , του λειτουργού ψυχικής υγείας. Οφείλουμε να τα ξανακάνουμε όλα από την αρχή , ότι έγινε μέχρι σήμερα ήταν ένα λάθος. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε μια καινούργια θεωρία. ‘Όμως μια θεωρία μπορεί να γεννηθεί μέσα από μια καινούργια πρακτική και δεν θα είναι μια καινούργια θεωρία που γεννιέται από το μυαλό του Ψυχιάτρου αλλά μια θεωρία που γεννιέται από μια άλλη πρακτική. Αυτό που πρέπει να αλλάξει για να μπορούν να μετασχηματιστούν πρακτικά οι θεσμοί και οι ψυχιατρικές υπηρεσίες είναι η σχέση ανάμεσα στον πολίτη και την κοινωνία μέσα στην οποία εντάσσεται και η σχέση ανάμεσα στην υγεία και την ασθένεια. Δηλαδή να αναγνωρισθεί ότι ο κύριος σκοπός είναι ο άνθρωπος οχι σαν γενική έννοια αλλά ο άνθρωπος με τις ανάγκες του, τη ζωή του μέσα σε μια συλλογικότητα που μετασχηματίζεται για να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες και την πραγμάτωση αυτής της ζωής για όλους. Η αξία του ανθρώπου υγιούς ή ασθενούς είναι πέρα από την αξία της αρρώστιας ή της υγείας και η αρρώστια όπως οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη αντίφαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σαν εργαλείο χειραφέτησης ή αλλοτρίωσης. Μια πρακτική που θα ξαναβρίσκει την αμοιβαιότητα με
τον ασθενή, θα αποδέχεται τη διαμαρτυρία του, θα διαπραγματεύεται , και μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση γιατρού-ασθενούς θα ξαναβρεί και ο ψυχίατρος μια νέα ταυτότητα σε μια συνεχή αποδόμηση της παλιάς και το ξαναχτίσιμο της νέας ταυτότητας με τον ασθενή σε μια διυποκειμενική σχέση επικοινωνίας και κοινωνίας για να απελευθερωθεί ο ασθενής από τα δεσμά του και εμείς από την πλάνη μιας δάνειας εξουσίας.
Είμαστε έτοιμοι να το επιχειρήσουμε;
Παρουσίαση του βιβλίου του Franco Basaglia.
Γιώργος Αστρινάκης
Τον Basaglia τον γνώρισα σαν φοιτητής για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στ

Μιλούσε σε ένα ακροατήριο από φοιτητές, διανοούμενους , πανεπιστημιακούς, δασκάλους για τη δεινή θέση που βρισκόταν τότε η ψυχιατρική , για την τρέλλα, για την εμπλοκή του κοινωνικού με το ψυχιατρικό ζήτημα, για το ρόλο του ψυχίατρου , για τη φτώχεια, για την αρρώστια. Εντύπωση έκανε τότε το ενδιαφέρον και η συμμετοχή εκατοντάδων ατόμων που δεν είχαν καμία σχέση με την ψυχιατρική. Πράγμα που στην πορεία των λόγων του γινόταν κατανοητό γιατί οι αναφορές στην καθημερινότητα του καθένα ήταν ολοένα και πιο σαφείς. Ο ιδρυματισμός που υπήρχε στα Ψυχιατρεία ήταν απλά το ακραίο παράδειγμα, αφού ιδρυματικές διαδικασίες διέκρινε και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς όπως είναι η οικογένεια, το σχολείο, η εργασία , η φυλακή κλπ. ‘Ενας ιδρυματισμός που οδηγούσε στην αρρώστια του κοινωνικού σώματος, στην αλλοτρίωση, την υποταγή. Υποταγή στη δεδομένη τάξη πραγμάτων , στον καταμερισμό της εργασίας, στην παραγωγική διαδικασία του κέρδους, στην αλλοτριωτική εργασία, στον αυταρχισμό και την απόλυτη εξουσία πάνω στον εργαζόμενο.
Ο Basaglia λέει ότι μέσα σε αυτή τη λογική αναπτύχθηκε και η σύγχρονη ιατρική έχοντας ως μοντέλο το «νεκρό σώμα» από τις αίθουσες της ανατομο-παθολογίας, για να αντιμετωπίσει , να ερευνήσει το έμβυο όν , δηλαδή την ενιαία βιοψυχοκοινωνική οντότητα που είναι ο άνθρωπος, αποϊστορικοποιώντας ,κατακερματίζοντας την ανθρώπινη ύπαρξη , μέσω μιας επιστήμης που δηλώνει ουδέτερη και θεωρεί ότι άλλο είναι το σώμα, άλλο η αρρώστια και άλλο η ζωή.
‘Ηταν αναπόφευκτο αυτό το μοντέλο να μεταφερθεί και στην ψυχιατρική με δραματικά αποτελέσματα. Χιλιάδες ασθενείς κλείσθηκαν στα Ψυχιατρεία και αποκλείσθηκαν από το κοινωνικό σύνολο. Ο αποκλεισμός της ανθρώπινης ύπαρξης από την κοινωνία ήταν και η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η σύγχρονη ψυχιατρική, συρρικνώνοντας το άτομο μονομερώς σαν βιολογική οντότητα και μόνο, για να καταλήξει στο σύμπτωμα ως μόνο αξιόπιστο σημάδι, μιας μηχανιστικής λογικής όπου ότι είναι μετρήσιμο είναι και αντικειμενικό για την όποια νόσο, αγνοώντας συνειδητά τον ψυχισμό , την κοινωνική επιρροή και τις ανάγκες του ατόμου. Αποτέλεσμα ήταν να συρρικνωθεί και η ίδια η ψυχιατρική ερευνώντας στο βάθος και χάνοντας το προφανές. Απέναντι στη νόσο που συρρίκνωνε το άτομο με την έλλειψη επιλογών, δηλαδή ελευθερίας, απάντησε και η ψυχιατρική άλλο τόσο νοσηρά με έλλειψη ελευθερίας, έλλειψη επιλογών , υλικής φτώχειας αλλά και με την επιστημονική επικύρωση αυτής της επιλογής της.
Αυτή η κριτική αμφισβήτηση των θεμελίων της ιατρικής σε εμάς, φοιτητές τότε, μας έβαλε σε βαθιά περίσκεψη. Από τη μία μας διεύρυνε το πεδίο της οπτικής μας πέρα από αυτά που μας δίδασκαν στα αμφιθέατρα από την άλλη έβαζε σε κρίση αυτό που μαθαίναμε. ‘Ηταν η περίοδος μετά το Μάη του ’68 όπου όλα είχαν μπεί υπό αμφισβήτηση. ‘Ηταν αυτό το πολιτισμικό και πολιτικό κύμα που σάρωνε βεβαιότητες, δεδομένα και επιστημονικά κλισέ.
Ο Basaglia αναδείχθηκε ένας άτυπος, θα έλεγα, ηγέτης στο χώρο αυτού του κινήματος. Η φιλία του και η συνεργασία του με τον Jean Paul Sarte επιβεβαίωνε τα παραπάνω, όπως επίσης και οι σχέσεις που είχε αναπτύξει με τον R.Rang και με τον David Cooper. Αν και διαφωνούσε σε πολλά θέματα μαζί τους γιατί θεωρούσε ότι η θεραπευτική κοινότητα του Laing, παρόλη την αξία της κινδύνευε να εγκλωβιστεί στο σύστημα και να αποτελέσει και αυτή έναν άλλο θεσμό ενταγμένο στη δεδομένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας του.
Ο Basaglia θεωρούσε σημαντικό να εργάζεται κανείς μέσα στους θεσμούς, να τους αμφισβητεί, να αναδεικνύει τις αντιφάσεις τους και να τους ανατρέπει. Το να εργαστείς όμως με ένα καινούργιο τρόπο η αμφισβήτηση και η ανατροπή δεν αφορά μόνο το Ψυχιατρείο αλλά και τις λειτουργίες του, τους λειτουργούς, τους εργαζομένους, τον ψυχίατρο τον ίδιο, ο οποίος πρέπει να ξαναδεί το ρόλο του, να δεί ξανά την δάνεια εξουσία που του παρείχε το κράτος, αυτή την «εργολαβία» όπως λέει χαρακτηριστικά και να εμφανίσει μπροστά σε όλους όλο αυτό που εκπροσωπεί.
“Ας ομολογήσουμε τουλάχιστον μεταξύ μας, λέει, όλοι εμείς εδώ οι ειδικοί, ψυχίατροι, ψυχολόγοι, Κοινωνικοί Λειτουργοί κλπ. ότι οι γνώσεις είναι η εξουσία μας”. Μια εξουσία που ασκείται ολοκληρωτικά σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα.
“Σε έναν φυλακισμένο υπάρχουν όρια μέχρι που μπορείς να φτάσεις, σε έναν έγκλειστο ασθενή όχι, “ λέει χαρακτηριστικά. Η αντιμετώπιση της τρέλας μέχρι σήμερα δεν ήταν λάθος, ήταν παράλογη. Από την επίσημη θεσμοθέτηση της Ψυχιατρικής μέχρι σήμερα, δηλαδή από το 1838 εδώ και 170 χρόνια όταν η Γαλλία θέσπισε νόμο που καθόριζε τους τρόπους του ψυχιατρικού εγκλεισμού,- επειδή δεν υπήρχαν αντικειμενικά δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να συνδέσουν κάποια οργανική διαταραχή με τον ψυχικά πάσχοντα-όπως υπαγόρευε η ιατρική επιστήμη- η ψυχική διαταραχή συνδέθηκε άμεσα με τη διαταραχή της κοινωνικής συμπεριφοράς. Η κοινωνική συμπεριφορά, η αντικοινωνικότητα ήταν αίτια εισαγωγής στο Ψυχιατρείο οπότε οργανικό και κοινωνικό σώμα επιβεβαιώνονταν αμοιβαία.
Και με αυτόν τον τρόπο αντικειμενικοποιήθηκε ο ψυχικά πάσχων και η αρρώστια ταυτίστηκε με τη διαταραχή της συμπεριφοράς, έτσι ώστε ένας που πάσχει σωματικά όσο και ένας που πάσχει κοινωνικά όντας αντικείμενα, δεν μπορούν να εκφράσουν την υποκειμενικότητά τους. Αντίθετα μπαίνουν στο μικροσκόπιο της ιατρικής ή της κοινωνικής επιστήμης επειδή εκφράζουν μια κατάσταση «αντικειμενικής» νοσηρότητας. Ο τρελός φυλακίζεται σε ένα κατασκευασμένο και προκαθορισμένο τύπο ασθένειας που τον εμποδίζει να εκφράσει τον παραλογισμό του ή τις ανάγκες του, την ύπαρξή του την ίδια και αυτό επιτρέπει να εμφανίζει την ιατρική επιστήμη φαινομενικά ουδέτερη. “ Η τρέλα είναι μια συνθήκη του ανθρώπου. Το πρόβλημα είναι ότι η κοινωνία αν θέλει να θεωρείται πολιτισμένη θα πρέπει να αποδεχτεί τόσο την τρέλα όσο και τη λογική. Αντίθετα εξουσιοδοτεί μια επιστήμη, την Ψυχιατρική, για να μεταφράσει την τρέλα σε ασθένεια με σκοπό να την εξαφανίσει. Και εδώ βρίσκεται η σημασία της ύπαρξης του ασύλου: « Κάνει το παράλογο λογικό, δηλαδή ασθένεια”.
Η ανθρώπινη ύπαρξη , ο τρελός που είναι φυλακισμένος στην αρρώστια του, φυλακίζεται και στο άσυλο και από πάσχουσα ύπαρξη γίνεται αντικείμενο του ψυχιατρικού θεσμού.
‘Όταν ένα άτομο εισαχθεί στο Ψυχιατρείο αρχίζει η «αναμορφωτική διαδικασία» η οποία του δίνει να καταλάβει ότι καλύτερο είναι να προσαρμοστεί στους ιδρυματικούς κανόνες , παρά να εξεγερθεί , η όποια εξέγερση θα συμπεριληφθεί και αυτή στα συμπτώματα της ασθένειάς του.
Είναι γνωστές οι διατυπώσεις που συναντάμε στους κλινικούς φακέλους : «ήρεμος», «συνεργάσιμος», «φροντίζει τον εαυτό του», σε ένα περιβάλλον το οποίο ούτε ήρεμο, ούτε συνεργάσιμο, ούτε φροντισμένο είναι. Ενδεχομένως είναι εκφράσεις που θα ήθελαν να υποδηλώσουν τη βελτίωση της νόσου, όμως στην πραγματικότητα υποδηλώνουν την υποταγή και την ενσωμάτωση του ασθενούς στην ιδρυματική κοινωνία του ασύλου. ‘Ηδη ο ίδιος ο Bleuer, μέγας δάσκαλος της ψυχιατρικής δίδασκε ότι «ο σχιζοφρενής πρέπει να συνηθίσει το ίδρυμα». Δηλαδή ο ψυχικά πάσχων δεν είναι αποκαταστάσιμος.
Μη αποκαταστασιμότητα και επικινδυνότητα είναι δύο βασικές έννοιες της ψυχιατρικής που τη διατρέχουν απ’ άκρον είς άκρον τους δύο τελευταίους αιώνες μέχρι σήμερα.
΄Ηδη είχε διατυπωθεί από τον Spencer τον 19ο αιώνα στο βιβλίο του « Η εξέλιξη της ψυχολογίας» ότι «πολλά άτομα στην κοινωνία είναι βιολογικά ατελή και το μόνο που αξίζουν είναι ένας γρήγορος θάνατος». Είναι γνωστό επίσης ότι ο βασικός αρχιτέκτονας των Ναζί για τη φυλετική κάθαρση ήταν ο Ψυχίατρος Erns Rudin & Alfred Ploel, οι οποίοι και ίδρυσαν τη «Γερμανική Εταιρία για τη φυλετική υγιεινή». Στις αρχές του 1900 στις Η.Π.Α., Ιαπωνία, Σουδία, Δανία, Φιλανδία, Νορβηγία 164.500 άτομα υποχρεώθηκαν σε στείρωση , ανάμεσά τους εγκληματίες, χρήστες ουσιών, ψυχικά πάσχοντες, άτομα με νοητική υστέρηση, αναλφάβητοι και φτωχοί. Τη δεκαετία 1934-46 στη ναζιστική Γερμανία ο αριθμός έφθασε στους 350.000 ενώ θανατώθηκαν 70.000 ψυχικά πάσχοντες.
Πέραν αυτών που πέθαναν από την πείνα μέσα στα άσυλα που έφθαναν το 80% όπως άλλωστε συνέβη και στο «ΔΡΟΜΟΚΑΙΤΕΙΟ» την περίοδο του πολέμου. Τα παραπάνω βέβαια δεν αναφέρονται απλά σαν ιστορικά γεγονότα αλλά για να αναδειχθεί η συνύπαρξη και η αλληλοεμπλοκή των θεσμοθετημένων εξουσιών του Κράτους και της ψυχιατρικής. ‘Ένα άλλο στοιχείο που καταδεικνύει την κοινωνική εμπλοκή της Ψυχιατρικής είναι η αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντος με άλλες κατηγορίες αναξιοπαθούντων όπου η κοινωνική συνισταμένη τους είναι είτε η διαφορετικότητα είτε η φτώχεια είτε το γεγονός ότι βρίσκονται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας. Στην Αγγλία την περίοδο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης όντας αναγκαία η εργατική δύναμη, η ανάπτυξη των θεραπευτικών κοινοτήτων και μια διαφορετική αντιμετώπιση του ψυχικά πάσχοντος, παρείχε εργατικά χέρια για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Για να παλινδρομήσει και πάλι σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Η γέννηση των ανθρωπιστικών επιστημών έδειχναν στην αρχή νέες προοπτικές στον αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου.Η ψυχιατρική, η ψυχολογία , η ψυχανάλυση θα μπορούσαν να προσφέρουν νέα εργαλεία αναζήτησης για να απαλύνουν τον ανθρώπινο πόνο. Η κοινωνιολογία θα προσέφερε εργαλεία ανάλυσης και γνώσης των κοινωνικών φαινομένων και θα επέτρεπε το ξεπέρασμα των κοινωνικών αντιφάσεων. Η εγκληματολογία έλεγε ότι ήθελε να προστατέψει εκτός από την κοινωνία και τον εγκληματία από τις ανώμαλες τάσεις του. ‘Όμως χρησιμοποιήθηκαν διχαστικά, διαχωριστικά. Εισήλθαν και αυτές στη λογική του ταξικού διαχωρισμού σαν ένα ακόμη εργαλείο καταπίεσης από την εκάστοτε εξουσία. Αυτή η διαδικασία παρήγαγε μια σειρά από θεωρίες , ρεύματα, στοχασμούς και κώδικες διδάσκοντας στους ανθρώπους το νόημα της ζωής τους, τι είναι οι ίδιοι, ποιες είναι οι σχέσεις μεταξύ τους αγνοώντας τις βασικές ανάγκες. Τελικά αυτές οι επιστήμες είχαν σαν σκοπό να καθορίσουν τα όρια της κανονικότητας, να ελέγξουν μέσω του εγκλεισμού και της θεραπείας τις όποιες παρεκκλίσεις ΟΧΙ στη βάση των αναγκών του ανθρώπου στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες αυτών που παρεκλίνουν, αλλά σε απάντηση στις ανάγκες των οικονομικών νόμων, στις ανάγκες της ηγέτιδος ομάδας η οποία έτσι θα εξασφαλίσει τη δική της επιβίωση.
‘Ισως ποτέ άλλοτε όπως αυτή την ιστορική στιγμή δεν εμφανίζεται με τόσο ξεκάθαρο τρόπο ο ρόλος του επαγγελματία ειδικού στην κοινωνία μας. Φαίνεται να διαδραματίζει το ρόλο του διανοούμενου στην αυλή του αυτοκράτορα. Σαν συμβολικό σχήμα μπορεί να χρησιμεύσει για την κατανόηση, του πως χρησιμοποιείται ο ειδικός ως λειτουργός της κοινωνικής συναίνεσης για να περάσει στον κόσμο αυτό που θα μπορούσε να είναι αντίθετο με τα δικαιώματα του ανθρώπου. ‘Οπου δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν οι κοινωνικές αντιφάσεις και αντιδράσεις με τους δεδηλωμένους καταπιεστικούς μηχανισμούς, αστυνομία, στρατός , δικαστική εξουσία σε μια «σύγχρονη» δημοκρατία , χρησιμοποιούνται οι ειδικοί ως διαμεσολαβητές της δημιουργίας κοινωνικής συναίνεσης και από την άλλη για να επικυρώσουν και να νομιμοποιήσουν μέσω της «επιστημονικότητάς» τους την κοινωνική καταπίεση.
Δεν θα αναφερθούμε βέβαια ούτε σε αυτό που συνέβαινε σε δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής όπου γιατροί επέβλεπαν των βασανιστηρίων , ούτε στον εγκλεισμό πολιτικά διαφωνούντων σε ψυχιατρικά ιδρύματα σε άλλες χώρες. Ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης μιας χώρας και της δύναμης της αντιπολίτευσης επιλέγονται είτε κατασταλτικοί μηχανισμοί είτε η διεύρυνση του αριθμού των λειτουργιών της συναίνεσης δηλαδή των ειδικών. Η βία και ο αποκλεισμός είναι η βάση στην οποία εδράζεται η σύγχρονη κοινωνία. Η κοινωνία διευρύνει την εργολαβία της εξουσίας της προς τους ειδικούς οι οποίοι θα τη διαχειριστούν εν ονόματί της και θα συνεχίσουν να δημιουργούν μέσω νέων εργαλείων βίας νέους αποκλεισμένους και αυτή είναι η βία των ειδικών λέει ο Basaglia.
Εδώ ακριβώς είναι που τίθεται το ζήτημα της αναζήτησης μιας νέας ταυτότητας του ειδικού , του Ψυχιάτρου , του λειτουργού ψυχικής υγείας. Οφείλουμε να τα ξανακάνουμε όλα από την αρχή , ότι έγινε μέχρι σήμερα ήταν ένα λάθος. Οφείλουμε να δημιουργήσουμε μια καινούργια θεωρία. ‘Όμως μια θεωρία μπορεί να γεννηθεί μέσα από μια καινούργια πρακτική και δεν θα είναι μια καινούργια θεωρία που γεννιέται από το μυαλό του Ψυχιάτρου αλλά μια θεωρία που γεννιέται από μια άλλη πρακτική. Αυτό που πρέπει να αλλάξει για να μπορούν να μετασχηματιστούν πρακτικά οι θεσμοί και οι ψυχιατρικές υπηρεσίες είναι η σχέση ανάμεσα στον πολίτη και την κοινωνία μέσα στην οποία εντάσσεται και η σχέση ανάμεσα στην υγεία και την ασθένεια. Δηλαδή να αναγνωρισθεί ότι ο κύριος σκοπός είναι ο άνθρωπος οχι σαν γενική έννοια αλλά ο άνθρωπος με τις ανάγκες του, τη ζωή του μέσα σε μια συλλογικότητα που μετασχηματίζεται για να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες και την πραγμάτωση αυτής της ζωής για όλους. Η αξία του ανθρώπου υγιούς ή ασθενούς είναι πέρα από την αξία της αρρώστιας ή της υγείας και η αρρώστια όπως οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη αντίφαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σαν εργαλείο χειραφέτησης ή αλλοτρίωσης. Μια πρακτική που θα ξαναβρίσκει την αμοιβαιότητα με
τον ασθενή, θα αποδέχεται τη διαμαρτυρία του, θα διαπραγματεύεται , και μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση γιατρού-ασθενούς θα ξαναβρεί και ο ψυχίατρος μια νέα ταυτότητα σε μια συνεχή αποδόμηση της παλιάς και το ξαναχτίσιμο της νέας ταυτότητας με τον ασθενή σε μια διυποκειμενική σχέση επικοινωνίας και κοινωνίας για να απελευθερωθεί ο ασθενής από τα δεσμά του και εμείς από την πλάνη μιας δάνειας εξουσίας.
Είμαστε έτοιμοι να το επιχειρήσουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου